- συμπεριλαμβάνειν
- συμπεριλαμβάνωgather togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριλαμβάνω — ΝΜΑ [περιλαμβάνω] περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.) αρχ. 1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω… … Dictionary of Greek